γεροντομανία

γεροντομανία
γεροντο-μᾰνία, ,
A craze or dotage of old men, name of a play by Anaxandrides, Arist.Rh.1413b26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γεροντομανία — γεροντομανίᾱ , γεροντομανία craze fem nom/voc/acc dual γεροντομανίᾱ , γεροντομανία craze fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντομανίᾳ — γεροντομανίᾱͅ , γεροντομανία craze fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντομανία — η (Α γεροντομανία) γεροντική ανισορροπία νεοελλ. ερωτική κλίση νεαρών κοριτσιών προς άντρες πολύ μεγαλύτερους απ αυτά …   Dictionary of Greek

  • γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”